μυρμηκίαι

μυρμηκίαι
μυρμηκίᾱͅ , μυρμηκία
ant-hill
fem dat sg (attic doric aeolic)
μυρμηκίας
with wart-like lumps upon it
masc nom/voc pl
μυρμηκίᾱͅ , μυρμηκίας
with wart-like lumps upon it
masc dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μυρμηγκιά — Γενική ονομασία των εντόμων της μεγάλης οικογένειας των μυρμηκιδών, της τάξης των υμενοπτέρων. Είναι γνωστά πάνω από 6.000 είδη μ., που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μέγεθος και σε διάφορες λεπτομερείς: όλα όμως έχουν μερικά κοινά μορφολογικά… …   Dictionary of Greek

  • μυρμηκίᾳ — μυρμηκίᾱͅ , μυρμηκία ant hill fem dat sg (attic doric aeolic) μυρμηκίαι , μυρμηκίας with wart like lumps upon it masc nom/voc pl μυρμηκίᾱͅ , μυρμηκίας with wart like lumps upon it masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”